αυτί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτί τα αυτιά
      γενική του αυτιού των αυτιών
    αιτιατική το αυτί τα αυτιά
     κλητική αυτί αυτιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτί: παρετυμολογική ηχητική απόδοση της λέξης αφτί

Ουσιαστικό

αυτί ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.