ὠδίν

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὠδῑν-
ονομαστική ὠδίν αἱ ὠδῖνες
      γενική τῆς ὠδῖνος τῶν ὠδίνων
      δοτική τῇ ὠδῖν ταῖς ὠδῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὠδῖν τὰς ὠδῖνᾰς
     κλητική ! ὠδίν ὠδῖνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠδῖνε
γεν-δοτ τοῖν  ὠδίνοιν
Το δίχρονο φωνήεν του θέματος σε -ῑν είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'δελφίν' όπως «δελφίν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ὠδίν αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.