ὠδίν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ὠδῑν- | ||||||||
| ονομαστική | ἡ | ὠδίν | αἱ | ὠδῖνες | ||||
| γενική | τῆς | ὠδῖνος | τῶν | ὠδίνων | ||||
| δοτική | τῇ | ὠδῖνῐ | ταῖς | ὠδῖσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ὠδῖνᾰ | τὰς | ὠδῖνᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ὠδίν | ὠδῖνες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠδῖνε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὠδίνοιν | ||||||
| Το δίχρονο φωνήεν του θέματος σε -ῑν είναι μακρό. | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δελφίν' όπως «δελφίν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- ὠδίν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.