ὑψαγόρας

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑψαγόρᾱς οἱ ὑψαγόραι
      γενική τοῦ ὑψαγόρου τῶν ὑψαγορῶν
      δοτική τῷ ὑψαγόρ τοῖς ὑψαγόραις
    αιτιατική τὸν ὑψαγόρᾱν τοὺς ὑψαγόρᾱς
     κλητική ! ὑψαγόρ ὑψαγόραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑψαγόρ
γεν-δοτ τοῖν  ὑψαγόραιν
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑψαγόρας < (ὕψι) ὑψ- + ἀγορεύω

Ουσιαστικό

ὑψαγόρας αρσενικό

  • ιωνικός τύπος: ὑψαγόρης

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.