ὑψήγορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑψήγορος | τὸ | ὑψήγορον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὑψηγόρου | τοῦ | ὑψηγόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὑψηγόρῳ | τῷ | ὑψηγόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑψήγορον | τὸ | ὑψήγορον | ||
| κλητική ὦ! | ὑψήγορε | ὑψήγορον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑψήγοροι | τὰ | ὑψήγορᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὑψηγόρων | τῶν | ὑψηγόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑψηγόροις | τοῖς | ὑψηγόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑψηγόρους | τὰ | ὑψήγορᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὑψήγοροι | ὑψήγορᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑψηγόρω | τὼ | ὑψηγόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑψηγόροιν | τοῖν | ὑψηγόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ὑψήγορος, -ος, -ον
- που κομπάζει, περηφανεύεται, μιλά αλαζονικά, ο μεγαλορρήμων, ο κομπορρήμων
Πηγές
- ὑψήγορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.