ὑψίκομπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ὑψίκομπος, -ος, -ον
- που κομπάζει, περηφανεύεται, ο αλαζόνας
- ※ 12ος αιώνας - ⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ὀδύσσειαν, (Commentarii ad Homeri Odysseam i), @catholiclibrary.org/
- ὅτι ὑπερήφανοι καὶ ὑψίκομποι, ὡς εἴπερ μὴ ἦσαν ἐκ γῆς ἀλλ' οὐράνιοι.
- ※ 12ος αιώνας - ⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ὀδύσσειαν, (Commentarii ad Homeri Odysseam i), @catholiclibrary.org/
Συγγενικά
- ὑψικόμπως (επίρρημα): με πολύ κομπασμό
Πηγές
- ὑψίκομπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑψίκομπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.