ὑάλιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὑάλιον τὰ ὑάλια
      γενική τοῦ ὑαλίου τῶν ὑαλίων
      δοτική τῷ ὑαλί τοῖς ὑαλίοις
    αιτιατική τὸ ὑάλιον τὰ ὑάλια
     κλητική ! ὑάλιον ὑάλια
Κατά την αρχαία κλίση.
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑάλιον < αρχαία ελληνική ὕαλος + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό

ὑάλιον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.