όνυχας

Νέα ελληνικά (el)

όνυχας

Ετυμολογία

όνυχας < αρχαία ελληνική ὄνυξ

Ουσιαστικό

όνυχας αρσενικό

  1. ημιπολύτιμος λίθος που αποτελεί κρυσταλλική μορφή του χαλαζία, είδος αχάτη με ζώνες σκουρόχρωμες και ανοιχτόχρωμες
  2. το νύχι· απαντάται μόνο στις φράσεις
  3. (μουσική) τύπος πένας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.