ὄνειαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ὄνειαρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ὄνειαρ, -είατος ουδέτερο επικός τύπος
- οτιδήποτε ωφελεί ή βοηθάει, κέρδος, ωφέλεια, βοήθεια
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 346
- πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ᾽ ἀγαθὸς μέγ᾽ ὄνειαρ·
- Τόση ο κακός ο γείτονας πληγή, όση ο καλός βοήθεια μεγάλη.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ᾽ ἀγαθὸς μέγ᾽ ὄνειαρ·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 822 (822-823)
- Αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ᾽ ὄνειαρ· | αἱ δ᾽ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι, οὔ τι φέρουσαι.
- Αυτές οι μέρες είναι μέγα όφελος για όσους ζουν στη γη επάνω. | Ενώ οι άλλες είναι ευμετάβλητες, άβλαβες, που τίποτα δε φέρνουν.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ᾽ ὄνειαρ· | αἱ δ᾽ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι, οὔ τι φέρουσαι.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 346
- μέσο ενίσχυσης, αναψυκτικό, τονωτικό
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 41 (40-41)
- νήπιοι, οὐδὲ ἴσασιν ὅσῳ πλέον ἥμισυ παντὸς | οὐδ᾽ ὅσον ἐν μαλάχῃ τε καὶ ἀσφοδέλῳ μέγ᾽ ὄνειαρ.
- Οι ανόητοι, που δε γνωρίζουν πόσο ανώτερο είναι το μισό απ᾽ το σύνολο, | ούτε και πόση ωφέλεια έχει μέσα της η μολόχα κι ο ασφόδελος.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- νήπιοι, οὐδὲ ἴσασιν ὅσῳ πλέον ἥμισυ παντὸς | οὐδ᾽ ὅσον ἐν μαλάχῃ τε καὶ ἀσφοδέλῳ μέγ᾽ ὄνειαρ.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 41 (40-41)
- (στον πληθ.) φαγητό, τρόφιμα, πλούσια δώρα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 367 (366-367)
- τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν | τοσσάδ᾽ ὀνείατ᾽ ἄγοντα, τίς ἂν δή τοι νόος εἴη;
- Και αν απ᾽ αυτούς κανείς σε ιδεί μέσα στην μαύρην νύκτα, | τόσους να φέρεις θησαυρούς, τι θα αισθανθείς φαντάσου·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν | τοσσάδ᾽ ὀνείατ᾽ ἄγοντα, τίς ἂν δή τοι νόος εἴη;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 71
- οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
- Άπλωσαν τότε όλοι τους τα χέρια στο έτοιμο φαγητό·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 316 (315-317)
- καί κε μνηστήρεσσιν ὑπερφιάλοισι μιγείην, | εἴ μοι δεῖπνον δοῖεν ὀνείατα μυρί᾽ ἔχοντες. | αἶψά κεν εὖ δρώοιμι μετὰ σφίσιν ἅσσ᾽ ἐθέλοιεν.
- μπορεί να τρύπωνα ανάμεσα και στους περήφανους μνηστήρες, | μήπως μου δώσουν μια μερίδα φαγητό από τα πάμπολλά τους γεύματα που γεύονται — | βέβαια θα τους δούλευα καλά, κάνοντας όλα τα θελήματά τους.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- καί κε μνηστήρεσσιν ὑπερφιάλοισι μιγείην, | εἴ μοι δεῖπνον δοῖεν ὀνείατα μυρί᾽ ἔχοντες. | αἶψά κεν εὖ δρώοιμι μετὰ σφίσιν ἅσσ᾽ ἐθέλοιεν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 367 (366-367)
- ελληνιστική : ὄνεαρ
Ετυμολογία
- ὄνειαρ < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- ὄνειαρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄνειαρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.