ὁμόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| *ὁμόθρῐχ- ὁμότρῐχ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὁμόθριξ | οἱ/αἱ | ὁμότριχες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὁμότριχος | τῶν | ὁμοτρίχων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὁμότριχῐ | τοῖς/ταῖς | ὁμότριξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὁμότριχᾰ | τοὺς/τὰς | ὁμότριχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ὁμόθριξ | ὁμότριχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁμότριχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὁμοτρίχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ὁμόθριξ < ὁμό- + -θριξ
Συνώνυμα
Πηγές
- ὁμόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
- Σώφρων ὁ Συρακούσιος, από Δημήτριος ο Φαληρεύς, 151, σύμφωνα με Bailly 2020 και Pape
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.