ὁμόθριξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*ὁμόθρῐχ- ὁμότρῐχ-
ονομαστική / ὁμόθριξ οἱ/αἱ ὁμότριχες
      γενική τοῦ/τῆς ὁμότριχος τῶν ὁμοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ὁμότριχ τοῖς/ταῖς ὁμότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ὁμότριχ τοὺς/τὰς ὁμότριχᾰς
     κλητική ! ὁμόθριξ ὁμότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁμότριχε
γεν-δοτ τοῖν  ὁμοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὁμόθριξ < ὁμό- + -θριξ

Ουσιαστικό

ὁμόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία

  • που έχει ίδια μαλλιά [1]

Συνώνυμα

Πηγές

Αναφορές

  1. Σώφρων ὁ Συρακούσιος, από Δημήτριος ο Φαληρεύς, 151, σύμφωνα με Bailly 2020 και Pape
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.