ὁμοιόθριξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*ὁμοιόθρῐχ- ὁμοιότρῐχ-
ονομαστική / ὁμοιόθριξ οἱ/αἱ ὁμοιότριχες
      γενική τοῦ/τῆς ὁμοιότριχος τῶν ὁμοιοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ὁμοιότριχ τοῖς/ταῖς ὁμοιότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ὁμοιότριχ τοὺς/τὰς ὁμοιότριχᾰς
     κλητική ! ὁμοιόθριξ ὁμοιότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁμοιότριχε
γεν-δοτ τοῖν  ὁμοιοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὁμοιόθριξ < ὅμοιο(ς) + -θριξ

Ουσιαστικό

ὁμοιόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία

  • που έχει ίδια μαλλιά [1]

Πηγές

Αναφορές

  1. Etymologicum Magnum, Ed. T. Gaisford, Oxford 1848, 637.22
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.