ὁμοιόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| *ὁμοιόθρῐχ- ὁμοιότρῐχ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὁμοιόθριξ | οἱ/αἱ | ὁμοιότριχες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὁμοιότριχος | τῶν | ὁμοιοτρίχων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὁμοιότριχῐ | τοῖς/ταῖς | ὁμοιότριξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὁμοιότριχᾰ | τοὺς/τὰς | ὁμοιότριχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ὁμοιόθριξ | ὁμοιότριχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁμοιότριχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὁμοιοτρίχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ὁμοιόθριξ < ὅμοιο(ς) + -θριξ
Πηγές
- ὁμοιόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
- Etymologicum Magnum, Ed. T. Gaisford, Oxford 1848, 637.22
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.