ὄθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| *ὄθρῐχ- ὄτρῐχ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὄθριξ | οἱ/αἱ | ὄτριχες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὄτριχος | τῶν | ὀτρίχων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὄτριχῐ | τοῖς/ταῖς | ὄτριξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὄτριχᾰ | τοὺς/τὰς | ὄτριχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ὄθριξ | ὄτριχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄτριχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀτρίχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ουσιαστικό
ὄθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- που έχει ίδιο τρίχωμα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 765
- 'Ἵπποι μὲν μέγ’ ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο,
- τὰς Εὔμηλος ἔλαυνε ποδώκεας ὄρνιθας ὣς
- ὄτριχας οἰέτεας σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐΐσας·
- μετάφραση Ιακώβου Πολυλά, Ιλιάδα (Πολυλάς, 765)
- τοῦ Φηρητιάδη ἐπρώτευαν οἱ ἐξαίσιες φοράδες,
- τὲς ἔζεψεν ὁ Εὔμηλος καὶ ὡσὰν πουλιὰ πετοῦσαν,
- ὁμότριχες, ὁμήλικες, μὲ νῶτα σταφνισμένα·
Συνώνυμα
Πηγές
- ὄθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.