ὄθριξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*ὄθρῐχ- ὄτρῐχ-
ονομαστική / ὄθριξ οἱ/αἱ ὄτριχες
      γενική τοῦ/τῆς ὄτριχος τῶν ὀτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ὄτριχ τοῖς/ταῖς ὄτριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ὄτριχ τοὺς/τὰς ὄτριχᾰς
     κλητική ! ὄθριξ ὄτριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄτριχε
γεν-δοτ τοῖν  ὀτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὄθριξ < ὅ(μοιος) + -ό- + -θριξ

Ουσιαστικό

ὄθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.