ὁμότριχος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ὁμότρῐχ-
ονομαστική / ὁμότριχος τὸ ὁμότριχον
      γενική τοῦ/τῆς ὁμοτρίχου τοῦ ὁμοτρίχου
      δοτική τῷ/τῇ ὁμοτρίχ τῷ ὁμοτρίχ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὁμότριχον τὸ ὁμότριχον
     κλητική ! ὁμότριχε ὁμότριχον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὁμότριχοι τὰ ὁμότριχ
      γενική τῶν ὁμοτρίχων τῶν ὁμοτρίχων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὁμοτρίχοις τοῖς ὁμοτρίχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὁμοτρίχους τὰ ὁμότριχ
     κλητική ! ὁμότριχοι ὁμότριχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὁμοτρίχω τὼ ὁμοτρίχω
      γεν-δοτ τοῖν ὁμοτρίχοιν τοῖν ὁμοτρίχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ὁμότριχος < ὁμό- + τριχ- (θρίξ)

Επίθετο

ὁμότριχος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.