ὁμιλέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ὁμιλέω-ὁμιλῶ   ὁμιλέομαι-ὁμιλοῦμαι 
Παρατατικός  ὡμίλεον-ὡμίλουν   ὡμιλοεόμην-ὡμιλούμην 
Μέλλοντας  ὁμιλήσω   ὁμιλήσομαι & ὁμιληθήσομαι 
Αόριστος  ὡμίλησα   ὡμιλησάμην & ὡμιλήθην 
Παρακείμενος  ὡμίληκα   ὡμίλημαι 
Υπερσυντέλικος  ὡμιλήκειν   ὡμιλήμην 
Συντελ.Μέλλ.  ὡμιληκώς ἔσομαι   ὡμιλημένος ἔσομαι 

Ετυμολογία

ὁμιλέω < ὅμιλος

Ρήμα

ὁμιλέω

  1. είμαι μαζί με κάποιον, συντροφεύω, συναναστρέφομαι
  2. συναθροίζομαι
  3. αντιμετωπίζω σε μάχη, πολεμώ
  4. συνομιλώ
  5. συνευρίσκομαι ερωτικά, συνουσιάζομαι
  6. είμαι φίλος
  7. ασχολούμαι, προσέχω, παρακολουθώ
  8. είμαι μαθητής, συχνάζω στα μαθήματα
  9. έρχομαι, εισέρχομαι
  10. συχνάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.