συναθροίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συναθροίζομαι | συναθροιζόμουν(α) | θα συναθροίζομαι | να συναθροίζομαι | ||
| β' ενικ. | συναθροίζεσαι | συναθροιζόσουν(α) | θα συναθροίζεσαι | να συναθροίζεσαι | (συναθροίζου) | |
| γ' ενικ. | συναθροίζεται | συναθροιζόταν(ε) | θα συναθροίζεται | να συναθροίζεται | ||
| α' πληθ. | συναθροιζόμαστε | συναθροιζόμαστε συναθροιζόμασταν |
θα συναθροιζόμαστε | να συναθροιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | συναθροίζεστε | συναθροιζόσαστε συναθροιζόσασταν |
θα συναθροίζεστε | να συναθροίζεστε | (συναθροίζεστε) | |
| γ' πληθ. | συναθροίζονται | συναθροίζονταν συναθροιζόντουσαν |
θα συναθροίζονται | να συναθροίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συναθροίστηκα | θα συναθροιστώ | να συναθροιστώ | συναθροιστεί | ||
| β' ενικ. | συναθροίστηκες | θα συναθροιστείς | να συναθροιστείς | συναθροίσου | ||
| γ' ενικ. | συναθροίστηκε | θα συναθροιστεί | να συναθροιστεί | |||
| α' πληθ. | συναθροιστήκαμε | θα συναθροιστούμε | να συναθροιστούμε | |||
| β' πληθ. | συναθροιστήκατε | θα συναθροιστείτε | να συναθροιστείτε | συναθροιστείτε | ||
| γ' πληθ. | συναθροίστηκαν συναθροιστήκαν(ε) |
θα συναθροιστούν(ε) | να συναθροιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συναθροιστεί | είχα συναθροιστεί | θα έχω συναθροιστεί | να έχω συναθροιστεί | συναθροισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συναθροιστεί | είχες συναθροιστεί | θα έχεις συναθροιστεί | να έχεις συναθροιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συναθροιστεί | είχε συναθροιστεί | θα έχει συναθροιστεί | να έχει συναθροιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συναθροιστεί | είχαμε συναθροιστεί | θα έχουμε συναθροιστεί | να έχουμε συναθροιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συναθροιστεί | είχατε συναθροιστεί | θα έχετε συναθροιστεί | να έχετε συναθροιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συναθροιστεί | είχαν συναθροιστεί | θα έχουν συναθροιστεί | να έχουν συναθροιστεί | ||
Μεταφράσεις
συναθροίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.