ὁμάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὁμάς | αἱ | ὁμάδες |
| γενική | τῆς | ὁμάδος | τῶν | ὁμάδων |
| δοτική | τῇ | ὁμάδῐ | ταῖς | ὁμάσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ὁμάδᾰ | τὰς | ὁμάδᾰς |
| κλητική ὦ! | ὁμάς | ὁμάδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁμάδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὁμάδοιν | ||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὁμάς < ὁμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.