στρατοκόπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στρατοκόπος | οι | στρατοκόποι |
| γενική | του | στρατοκόπου | των | στρατοκόπων |
| αιτιατική | τον | στρατοκόπο | τους | στρατοκόπους |
| κλητική | στρατοκόπε | στρατοκόποι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρατοκόπος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στρατοκόπος. Συγχρονικά αναλύεται σε στρατο- + -κόπος
Ουσιαστικό
στρατοκόπος αρσενικό
- ο οδοιπόρος
- ※ όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν' αναμετρά το δρόμο του με τ' άστρα (Γιώργος Σεφέρης, «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»)
- ※ Φωνή τής λαύρας χυνότανε ολούθε η φλυαρία τού τζίτζικα και στο χωριό περνοδίναν οι στρατοκόποι (Το κόνισμα, Ανδρέας Καρκαβίτσας)
- ※ κι έτσι η φαμελιά του Θώμου Κρανιά πήρε το ραβδί του στρατοκόπου και τριγύρισε κοντά δεκαπέντε χρόνια μπαγάζια και παιδιά σε κάμπους και βουνά και πέλαγα (Ο Πύργος του Ακροπόταμου, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος)
Μεταφράσεις
στρατοκόπος
|
→ δείτε τη λέξη οδοιπόρος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.