ὀσφραίνομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Μέση
Φωνή
Παθητική
Ενεστώτας ὀσφραίνομαι
Παρατατικός ὠσφραινόμην
Μέλλοντας  ὀσφρήσομαι   ὀσφρανθήσομαι 
Αόριστος  ὠσφρόμην   ὠσφράνθην 
Παρακείμενος -
Υπερσυντέλικος -
Συντελ.Μέλλ.

Ρήμα

ὀσφραίνομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.