ὀρυμαγδός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀρυμαγδός οἱ ὀρυμαγδοί
      γενική τοῦ ὀρυμαγδοῦ τῶν ὀρυμαγδῶν
      δοτική τῷ ὀρυμαγδ τοῖς ὀρυμαγδοῖς
    αιτιατική τὸν ὀρυμαγδόν τοὺς ὀρυμαγδούς
     κλητική ! ὀρυμαγδέ ὀρυμαγδοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀρυμαγδώ
γεν-δοτ τοῖν  ὀρυμαγδοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀρυμαγδός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὀρυμαγδός αρσενικό (ῠ)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.