ὀρίγανος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὀρῑγᾰνο-
ονομαστική / ὀρίγανος οἱ/αἱ ὀρίγανοι
      γενική τοῦ/τῆς ὀριγάνου τῶν ὀριγάνων
      δοτική τῷ/τῇ ὀριγάν τοῖς/ταῖς ὀριγάνοις
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀρίγανον τοὺς/τὰς ὀριγάνους
     κλητική ! ὀρίγανε ὀρίγανοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀριγάνω
γεν-δοτ τοῖν  ὀριγάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀρίγανος < άγνωστης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

ὀρίγανος (ὀρῑγᾰνος) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (φυτό) ρίγανη
  2. (συνεκδοχικά, μεταφορικά άνθρωπος στρυφνός και δύστροπος

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.