ὀλιγο-
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ὀλιγο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀλιγο- < ὀλίγο(ς)
Πρόθημα
ὀλιγο- ή ὀλιγό-
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀλιγο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀλιγό- στο Βικιλεξικό
δείτε και
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιγο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιγό- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὀλιγο- < ὀλίγο(ς)
Πρόθημα
ὀλιγο-, ὀλιγό- ή ὀλιγ- πριν από φωνήεν
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀλιγο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀλιγό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀλιγ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ὀλιγο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.