Ἴλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Ῑλῐο- | |||||
| ονομαστική | τὸ | Ἴλιον | τὰ | Ἴλιᾰ | |
| γενική | τοῦ | Ἰλίου1 & Ἰλιόφι (επικός) |
τῶν | Ἰλίων | |
| δοτική | τῷ | Ἰλίῳ | τοῖς | Ἰλίοις | |
| αιτιατική | τὸ | Ἴλιον | τὰ | Ἴλιᾰ | |
| κλητική ὦ! | Ἴλιον | Ἴλιᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἰλίω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἰλίοιν | |||
| *Ἰλίοο θεωρείται η αληθής γενική ενικού όπως Ἀιόλοο. Συνήθως στον ενικό. | |||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Κύριο όνομα
Ῑ̓́λῐον ουδέτερο
Σημειώσεις
- η απώλεια του -σ- οφείλεται σε χεττιτικό τύπο χωρίς -σ-
- η παρουσία του δίγαμμα είναι βέβαιη από τον Όμηρο
Πηγές
- Ἴλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.