εξιλεωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξιλεωμένος η εξιλεωμένη το εξιλεωμένο
      γενική του εξιλεωμένου της εξιλεωμένης του εξιλεωμένου
    αιτιατική τον εξιλεωμένο την εξιλεωμένη το εξιλεωμένο
     κλητική εξιλεωμένε εξιλεωμένη εξιλεωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξιλεωμένοι οι εξιλεωμένες τα εξιλεωμένα
      γενική των εξιλεωμένων των εξιλεωμένων των εξιλεωμένων
    αιτιατική τους εξιλεωμένους τις εξιλεωμένες τα εξιλεωμένα
     κλητική εξιλεωμένοι εξιλεωμένες εξιλεωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξιλεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξιλεώνω

Μετοχή

εξιλεωμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εξιλεώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.