ἴυγξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῑυγγ- (επικό, Πλάτων) ῐυγγ- (Αττικοί)
ονομαστική ἴυγξ οἱ ἴυγγες
      γενική τοῦ ἴυγγος τῶν ἰύγγων
      δοτική τῷ ἴυγγ τοῖς ἴυγξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἴυγγ τοὺς ἴυγγᾰς
     κλητική ! ἴυγξ ἴυγγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἴυγγε
γεν-δοτ τοῖν  ἰύγγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Jynx torquilla, ἴυγξ

Ετυμολογία

ἴυγξ < ἰύζω

Ουσιαστικό

ἴυγξ, ἴυγγος θηλυκό

  1. (πτηνό) σουσουράδα
  2. (πτηνό) στραβολαίμης (το πουλί Jynx torquilla)
      Ἐπεὶ δὲ νεῖκος ἤραντο θνηταὶ θεαῖς, μετέβαλον αὐτὰς αἱ Μοῦσαι καὶ ἐποίησαν ὄρνιθας ἐννέα καὶ ἔτι νῦν ὀνομάζονται παρ’ ἀνθρώποις κολυμβάς, ἴυγξ, κεγχρίς, κίσσα, χλωρίς, ἀκαλανθίς, νῆσσα, πιπώ, δρακοντίς.
    2ος αιώνας κε Ἀντωνῖνος Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων Συναγωγή, 9. Ἠμαθίδες.
  3. (μεταφορικά) το μαγικό φίλτρο
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 1110 (1108-1111)
    [ΧΟ.] χαῖρ᾽, ὦ πασῶν ἀνδρειοτάτη· δεῖ δὴ νυνί σε γενέσθαι | δεινὴν ‹μαλακήν,› ἀγαθὴν φαύλην, σεμνὴν ἀγανήν, πολύπειρον· | ὡς οἱ πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων τῇ σῇ ληφθέντες ἴυγγι | συνεχώρησάν σοι καὶ κοινῇ τἀγκλήματα πάντ᾽ ἐπέτρεψαν.
    [ΚΟΡ. ΓΕΡ.] Γεια χαρά σου, αντρογύναικο, δείξου μας τώρα | φοβερή και γλυκούλα, καλή και κακιά, σοβαρή και γαλίφα και σ᾽ όλα μπασμένη! | Των Ελλήνων οι πρώτοι από Σε μαγεμένοι, | παραδώσαν την τύχη τους στ᾽ άξια σου χέρια.
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greeklanguage.gr

Αναφορές

  1. Slater, William J. (1969) Lexicon to Pindar, Berlin: Walter de Gruyter - ἴυγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.