ἰύζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἰύζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἰύζω
- φωνάζω, κραυγάζω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 66 (65-67)
- ἀμφὶ δὲ τόν γε κύνες τ᾽ ἄνδρές τε νομῆες | πολλὰ μάλ᾽ ἰύζουσιν ἀπόπροθεν οὐδ᾽ ἐθέλουσιν | ἀντίον ἐλθέμεναι· μάλα γὰρ χλωρὸν δέος αἱρεῖ·
- και άνδρες βοσκοί και σκύλοι τον κοιτάζουν, | και από μακριά βάζουν φωνές και δεν τολμά κανένας | να πλησιάσει ότι χλωμός τους κυριεύει ο τρόμος·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀμφὶ δὲ τόν γε κύνες τ᾽ ἄνδρές τε νομῆες | πολλὰ μάλ᾽ ἰύζουσιν ἀπόπροθεν οὐδ᾽ ἐθέλουσιν | ἀντίον ἐλθέμεναι· μάλα γὰρ χλωρὸν δέος αἱρεῖ·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 66 (65-67)
- κραυγάζω από πόνο
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 872 (872-875)
- [ΚΗ.] ἴυζε καὶ λάκαζε καὶ κάλει θεούς. | Αἰγυπτίαν γὰρ βᾶριν οὐχ ὑπερθορῇ. | [ἴυζε καὶ] | † βόα, πικρότερ᾽ ἀχέων οἰζύος ὄνομ᾽ ἔχων. †
- [ΚΗΡΥΚΑΣ] Χούγιαζε, σκούζε, ζήτ᾽ απ᾽ τους θεούς βοήθεια, | μ᾽ απ᾽ το Αιγυπτιακό κάτεργο δε ξεφεύγεις | κι αν θρήνου ακόμη πιο πικρό σκοπό μάς ψάλεις.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- [ΚΗ.] ἴυζε καὶ λάκαζε καὶ κάλει θεούς. | Αἰγυπτίαν γὰρ βᾶριν οὐχ ὑπερθορῇ. | [ἴυζε καὶ] | † βόα, πικρότερ᾽ ἀχέων οἰζύος ὄνομ᾽ ἔχων. †
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 872 (872-875)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἰύζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰύζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.