ἴτριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἴτριον τὰ ἴτρι
      γενική τοῦ ἰτρίου τῶν ἰτρίων
      δοτική τῷ ἰτρί τοῖς ἰτρίοις
    αιτιατική τὸ ἴτριον τὰ ἴτρι
     κλητική ! ἴτριον ἴτρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰτρίω
γεν-δοτ τοῖν  ἰτρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἴτριον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἴτριον ουδέτερο

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.