ἱμερόεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ἱμεροεντ-, θηλυκό: ἱμεροετ- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | ἱμερόεις | ἡ | ἱμερόεσσᾰ | τὸ | ἱμερόεν | |
| γενική | τοῦ | ἱμερόεντος | τῆς | ἱμεροέσσης | τοῦ | ἱμερόεντος | |
| δοτική | τῷ | ἱμερόεντῐ | τῇ | ἱμεροέσσῃ | τῷ | ἱμερόεντῐ | |
| αιτιατική | τὸν | ἱμερόεντᾰ | τὴν | ἱμερόεσσᾰν | τὸ | ἱμερόεν | |
| κλητική ὦ! | ἱμερόεν | ἱμερόεσσᾰ | ἱμερόεν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | ἱμερόεντες | αἱ | ἱμερόεσσαι | τὰ | ἱμερόεντᾰ | |
| γενική | τῶν | ἱμεροέντων | τῶν | ἱμεροεσσῶν | τῶν | ἱμεροέντων | |
| δοτική | τοῖς | ἱμερόεσῐ(ν) | ταῖς | ἱμεροέσσαις | τοῖς | ἱμεροέσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τοὺς | ἱμερόεντᾰς | τὰς | ἱμεροέσσᾱς | τὰ | ἱμερόεντᾰ | |
| κλητική ὦ! | ἱμερόεντες | ἱμερόεσσαι | ἱμερόεντᾰ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱμερόεντε | τὼ | ἱμεροέσσᾱ | τὼ | ἱμερόεντε | |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱμεροέντοιν | τοῖν | ἱμεροέσσαιν | τοῖν | ἱμεροέντοιν | |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ἱμερόεις, -εσσα, -εν, υπερθετικός : ἱμεροέστατος
- που διεγείρει πόθο ή επιθυμία, θελκτικός, αγαπητός, ποθητός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 398 (398-399)
- πᾶσιν δ᾽ ἱμερόεις ὑπέδυ γόος, ἀμφὶ δὲ δῶμα | σμερδαλέον κονάβιζε· θεὰ δ᾽ ἐλέαιρε καὶ αὐτή.
- Όλους μάς συνεπήρε τότε θρήνος νοσταλγικός, ολόγυρα το σπίτι | αντιλαλούσε δυνατό το κλάμα μας, τόσο που μας συμπόνεσε συγκινημένη κι η θεά.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πᾶσιν δ᾽ ἱμερόεις ὑπέδυ γόος, ἀμφὶ δὲ δῶμα | σμερδαλέον κονάβιζε· θεὰ δ᾽ ἐλέαιρε καὶ αὐτή.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 359
- Χρυσηίς τ᾽ Ἀσίη τε καὶ ἱμερόεσσα Καλυψὼ
- η Χρυσηίς, η Ασία, η ποθητή η Καλυψώ,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Χρυσηίς τ᾽ Ἀσίη τε καὶ ἱμερόεσσα Καλυψὼ
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 280 (280-281)
- αἳ δ᾽ ὑπὸ φορμίγγων ἄναγον χορὸν ἱμερόεντα. | ἔνθεν δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθε νέοι κώμαζον ὑπ᾽ αὐλοῦ.
- Και οι γυναίκες κάτω απ᾽ της φόρμιγγας τον ήχο εράσμιο έσερναν χορό. | Από άλλο μέρος πάλι νέοι γλεντώντας τριγυρνούσαν με τον ήχο των αυλών.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- αἳ δ᾽ ὑπὸ φορμίγγων ἄναγον χορὸν ἱμερόεντα. | ἔνθεν δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθε νέοι κώμαζον ὑπ᾽ αὐλοῦ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 398 (398-399)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἵμερος
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
- ἱμερόεις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱμερόεις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.