ἀστερόεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ἀστεροεντ-, θηλυκό: ἀστεροετ-
ονομαστική ἀστερόεις ἀστερόεσσ τὸ ἀστερόεν
      γενική τοῦ ἀστερόεντος τῆς ἀστεροέσσης τοῦ ἀστερόεντος
      δοτική τῷ ἀστερόεντ τῇ ἀστεροέσσ τῷ ἀστερόεντ
    αιτιατική τὸν ἀστερόεντ τὴν ἀστερόεσσᾰν τὸ ἀστερόεν
     κλητική ! ἀστερόεν ἀστερόεσσ ἀστερόεν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀστερόεντες αἱ ἀστερόεσσαι τὰ ἀστερόεντ
      γενική τῶν ἀστεροέντων τῶν ἀστεροεσσῶν τῶν ἀστεροέντων
      δοτική τοῖς ἀστερόεσῐ(ν) ταῖς ἀστεροέσσαις τοῖς ἀστεροέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀστερόεντᾰς τὰς ἀστεροέσσᾱς τὰ ἀστερόεντ
     κλητική ! ἀστερόεντες ἀστερόεσσαι ἀστερόεντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀστερόεντε τὼ ἀστεροέσσ τὼ ἀστερόεντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀστεροέντοιν τοῖν ἀστεροέσσαιν τοῖν ἀστεροέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀστερόεις < ἀστήρ, ἀστερ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂stḗr  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

ἀστερόεις, -εσσα, -εν

  1. που είναι έναστρος, γεμάτος αστέρια
  2. που λάμπει σαν αστέρι
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 370 (368-371)
    Ὣς οἳ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
    Ἡφαίστου δ’ ἵκανε δόμον Θέτις ἀργυρόπεζα
    ἄφθιτον ἀστερόεντα, μεταπρεπέ’ ἀθανάτοισι
    χάλκεον, ὅν ῥ’ αὐτὸς ποιήσατο κυλλοποδίων.
    Ωστόσο η Θέτις έφθανε στο δώμα του Ηφαίστου
    άφθαρτο, χάλκινο, λαμπρό σαν κατάστρος αιθέρας,
    εξαίσιο μες στα δώματα των αθανάτων όλα,
    που ο ζαβοσκέλης ο θεός ο ίδιος είχε κάμει·
    Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.