ἵμερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἵμερος | οἱ | ἵμεροι |
| γενική | τοῦ | ἱμέρου | τῶν | ἱμέρων |
| δοτική | τῷ | ἱμέρῳ | τοῖς | ἱμέροις |
| αιτιατική | τὸν | ἵμερον | τοὺς | ἱμέρους |
| κλητική ὦ! | ἵμερε | ἵμεροι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱμέρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱμέροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἵμερος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἵμερος αρσενικό
- πόθος, λαχτάρα, επιθυμία για κάτι
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 618
- Εἰ δέ σε ναυτιλίης δυσπεμφέλου ἵμερος αἱρεῖ·
- Αν τώρα σε πιάσει ο πόθος για την τρικυμιώδη ναυτιλία:
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Εἰ δέ σε ναυτιλίης δυσπεμφέλου ἵμερος αἱρεῖ·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 692 (692-693)
- ὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ- | νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν
- Πολύ ωμοβόρα επιθυμιά σε σπρώχνει, φονικό | να κάμεις, που πικρό θενά ᾽χει το καρπό,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ- | νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 3.1
- οἱ μὲν ταῦτα συνεβούλευον, ὁ δὲ οὐκ ἐπείθετο, ἀλλά οἱ δεινός τις ἐνέστακτο ἵμερος τὰς Ἀθήνας δεύτερα ἑλεῖν,
- Εκείνοι λοιπόν αυτές τις συμβουλές του έδιναν, αυτός όμως δεν πειθόταν, αλλά έκανε σαν να είχε μπει στις φλέβες του μια φοβερή λαχτάρα να κυριέψει για δεύτερη φορά την Αθήνα·
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- οἱ μὲν ταῦτα συνεβούλευον, ὁ δὲ οὐκ ἐπείθετο, ἀλλά οἱ δεινός τις ἐνέστακτο ἵμερος τὰς Ἀθήνας δεύτερα ἑλεῖν,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 618
- (στον πληθυντικό) ποικίλα συναισθήματα
- ερωτικός πόθος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 328
- ὡς σέο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ.»
- καθώς για σε πόθος γλυκός με συνεπαίρνει τώρα».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὡς σέο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 328
- (ως κύριο όνομα) θεότητα, που σχετίζεται με τον Έρωτα και την Αφροδίτη
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 201 (201-202)
- τῇ δ᾽ Ἔρος ὡμάρτησε καὶ Ἵμερος ἔσπετο καλὸς | γεινομένῃ τὰ πρῶτα θεῶν τ᾽ ἐς φῦλον ἰούσῃ·
- Αυτήν, μόλις γεννήθηκε κι ανέβαινε προς των θεών το γένος, | την συνόδεψε ο Έρωτας και ο ωραίος Ίμερος την ακολούθησε.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τῇ δ᾽ Ἔρος ὡμάρτησε καὶ Ἵμερος ἔσπετο καλὸς | γεινομένῃ τὰ πρῶτα θεῶν τ᾽ ἐς φῦλον ἰούσῃ·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 201 (201-202)
Συγγενικά
Πηγές
- ἵμερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἵμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.