ἱβίσκος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱβίσκος οἱ ἱβίσκοι
      γενική τοῦ ἱβίσκου τῶν ἱβίσκων
      δοτική τῷ ἱβίσκ τοῖς ἱβίσκοις
    αιτιατική τὸν ἱβίσκον τοὺς ἱβίσκους
     κλητική ! ἱβίσκε ἱβίσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱβίσκω
γεν-δοτ τοῖν  ἱβίσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἱβίσκος με δασεία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἰβίσκος (με ψιλή) λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ιβίσκος

Ουσιαστικό

ἱβίσκος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.