ἱερακιδεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἱερακιδεύς | οἱ | ἱερακιδεῖς | ||||
| γενική | τοῦ | ἱερακιδέως | τῶν | ἱερακιδέων | ||||
| δοτική | τῷ | ἱερακιδεῖ | τοῖς | ἱερακιδεῦσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | ἱερακιδέᾱ | τοὺς | ἱερακιδέᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ἱερακιδεῦ | ἱερακιδεῖς | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱερακιδεῖ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱερακιδέοιν | ||||||
| Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἱερακιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἱέρακ(ος) + -ιδεύς
Πηγές
- ἱερακιδεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.