ἰδανός
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Το LSJ δίνει μόνο -ος-ος-ον ενώ το Bailly δίνει μόνο -ος-η-ον. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ῐδανο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | ἰδανός | ἡ | ἰδανή & ἰδανός |
τὸ | ἰδανόν | |
| γενική | τοῦ | ἰδανοῦ | τῆς | ἰδανῆς & ἰδανοῦ |
τοῦ | ἰδανοῦ | |
| δοτική | τῷ | ἰδανῷ | τῇ | ἰδανῇ & ἰδανῷ |
τῷ | ἰδανῷ | |
| αιτιατική | τὸν | ἰδανόν | τὴν | ἰδανήν & ἰδανόν |
τὸ | ἰδανόν | |
| κλητική ὦ! | ἰδανέ | ἰδανή & ἰδανέ |
ἰδανόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | ἰδανοί | αἱ | ἰδαναί & ἰδανοί |
τὰ | ἰδανᾰ́ | |
| γενική | τῶν | ἰδανῶν | τῶν | ἰδανῶν & ἰδανῶν |
τῶν | ἰδανῶν | |
| δοτική | τοῖς | ἰδανοῖς | ταῖς | ἰδαναῖς & ἰδανοῖς |
τοῖς | ἰδανοῖς | |
| αιτιατική | τοὺς | ἰδανούς | τὰς | ἰδανᾱ́ς & ἰδανούς |
τὰ | ἰδανᾰ́ | |
| κλητική ὦ! | ἰδανοί | ἰδαναί & ἰδανοί |
ἰδανᾰ́ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰδανώ | τὼ | ἰδανᾱ́ & ἰδανώ |
τὼ | ἰδανώ | |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἰδανοῖν | τοῖν | ἰδαναῖν & ἰδανοῖν |
τοῖν | ἰδανοῖν | |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | |||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Πηγές
- ἰδανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.