ἰγδίον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἰγδίον τὰ ἰγδί
      γενική τοῦ ἰγδίου τῶν ἰγδίων
      δοτική τῷ ἰγδί τοῖς ἰγδίοις
    αιτιατική τὸ ἰγδίον τὰ ἰγδί
     κλητική ! ἰγδίον ἰγδί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰγδίω
γεν-δοτ τοῖν  ἰγδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἰγδίον < ἴγδ(ις) + υποκοριστικό επίθημα -ίον

Ουσιαστικό

ἰγδίον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • το γουδί
      εἰ δὲ ὕδωρ μὴ ἔχει τὸ ἰγδίον, ὑποστρέφουσιν οἱ σίκυοι, καὶ ὑποκαμφθήσονται. (Γεωπονικά, 12, 19, 5, 5)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.