ἴγδη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἴγδη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἴγδη, -ης θηλυκό
- γουδί
- Ἴγδη: ἡ θυῖα, ἔνθα μίσγομεν τὰ ἀρτύσματα (Γουδιανό Ετυμολογικό-Etymologicum Gudianum, Ι, 271, 15)
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 88,@scaife.perseus
- Ἢν τὸ χορίον μὴ ὑποχωρέῃ, κόνυζαν τρίψας, ἐν εἰρίῳ ποιήσας πρόσθεμα, προστιθέναι, καὶ τῇ ἴγδῃ οἴνῳ διατρίψας, δοῦναι πιεῖν.
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.103,@scaife.perseus
- Ἔμπλαστρον· μίσυ κατακαύσας, τρῖβε ἐν ἴγδῃ·
Σημειώσεις
- Το λεξικό Liddell-Scott θεωρεί τον τύπο αυτό μάλλον λανθασμένο.
Πηγές
- ἴγδη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.