ἴγδις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἴγδῐς αἱ ἴγδεις
      γενική τῆς ἴγδεως τῶν ἴγδεων
      δοτική τῇ ἴγδει ταῖς ἴγδεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἴγδῐν τὰς ἴγδεις
     κλητική ! ἴγδῐ ἴγδεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἴγδει
γεν-δοτ τοῖν  ἰγδέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἴγδις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἴγδις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.