Ἡρόστρατος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἡρόστρατος οἱ Ἡρόστρατοι
      γενική τοῦ Ἡροστράτου τῶν Ἡροστράτων
      δοτική τῷ Ἡροστράτ τοῖς Ἡροστράτοις
    αιτιατική τὸν Ἡρόστρατον τοὺς Ἡροστράτους
     κλητική ! Ἡρόστρατε Ἡρόστρατοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἡροστράτω
γεν-δοτ τοῖν  Ἡροστράτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἡρόστρατος < Ἥρ(α) + -ό- + στρατ(ός) + -ος
Απόγονοι λατινικά: Herostratus

Κύριο όνομα

Ἡρόστρατος αρσενικό

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.