ἡμισελήνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἡμισελήνιον τὰ ἡμισελήνι
      γενική τοῦ ἡμισεληνίου τῶν ἡμισεληνίων
      δοτική τῷ ἡμισεληνί τοῖς ἡμισεληνίοις
    αιτιατική τὸ ἡμισελήνιον τὰ ἡμισελήνι
     κλητική ! ἡμισελήνιον ἡμισελήνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡμισεληνίω
γεν-δοτ τοῖν  ἡμισεληνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἡμισελήνιον < αρχαία ελληνική ἡμι- + σελήνη < σέλας

Ουσιαστικό

ἡμισελήνιον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.