ἡδύποτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἡδύποτος | τὸ | ἡδύποτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἡδυπότου | τοῦ | ἡδυπότου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἡδυπότῳ | τῷ | ἡδυπότῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἡδύποτον | τὸ | ἡδύποτον | ||
| κλητική ὦ! | ἡδύποτε | ἡδύποτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἡδύποτοι | τὰ | ἡδύποτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἡδυπότων | τῶν | ἡδυπότων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἡδυπότοις | τοῖς | ἡδυπότοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἡδυπότους | τὰ | ἡδύποτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἡδύποτοι | ἡδύποτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡδυπότω | τὼ | ἡδυπότω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡδυπότοιν | τοῖν | ἡδυπότοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἡδύποτος < ἡδύ- + -ποτος
Επίθετο
ἡδύποτος, -ος, -ον
- γλυκός στην πόση, γλυκόπιοτος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 391 (στίχοι 390-392)
- τοῖς δ᾽ ὁ γέρων ἐλθοῦσιν ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν | οἴνου ἡδυπότοιο, τὸν ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ | ὤϊξεν ταμίη καὶ ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσε·
- Και για τους καλεσμένους στον κρατήρα ο γέροντας συγκέρασε | κρασί γλυκόπιοτο, από πιθάρι που η κελάρισσα το φύλαγε έντεκα χρόνια ολόκληρα, | και τώρα το άνοιξε ξελύνοντας το σφράγισμά του.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τοῖς δ᾽ ὁ γέρων ἐλθοῦσιν ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν | οἴνου ἡδυπότοιο, τὸν ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ | ὤϊξεν ταμίη καὶ ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσε·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 507 (στίχοι 506-507)
- ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην, | δαῖτ᾽ ἀγαθὴν κρειῶν τε καὶ οἴνου ἡδυπότοιο.»
- Με το ξημέρωμα, σας έχω, ανταμοιβή του δρόμου μας, τραπέζι· | πλούσιο γεύμα, κρέατα και γλυκό κρασί.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην, | δαῖτ᾽ ἀγαθὴν κρειῶν τε καὶ οἴνου ἡδυπότοιο.»
- ※ 5ος πκε αιώνας, επιγραφή, Επιγραφικό χάραγμα στον πάτο Αττικής μελανομόρφης κύλικος. @greek-language.gr
- ἡδύποτος κύλιξ εἰμὶ φίλη πίνοντι τὸν οἶνον.
- Είμαι γλυκόπιοτη κύλικα, φίλη του πότη.
- P. A. Hansen, Carmina epigraphica Graeca saec. viii-v a. Chr. n., Berlin 1983, 464. L. Dubois, Inscriptions grecques dialectales dʼOlbia du Pont, Geneva 1996, αρ. 29.
- ΣτΕ: Το αρχαίο αγγείο βρέθηκε στο νησί Berezan (αρχαία Ολβία) της βόρειας Μαύρης Θάλασσας.
- ἡδύποτος κύλιξ εἰμὶ φίλη πίνοντι τὸν οἶνον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 391 (στίχοι 390-392)
Πηγές
- ἡδύποτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡδύποτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.