Ἐρετριεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἐρετριεύς | οἱ | Ἐρετριεῖς |
| γενική | τοῦ | Ἐρετριέως | τῶν | Ἐρετριέων |
| δοτική | τῷ | Ἐρετριεῖ | τοῖς | Ἐρετριεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | Ἐρετριέᾱ | τοὺς | Ἐρετριέᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἐρετριεῦ | Ἐρετριεῖς | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐρετριεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἐρετριέοιν | ||
| Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
Ἐρετριεύς αρσενικό (θηλυκό Ἐρετριάς)
- (πατριδωνυμικό) ο καταγόμενος από την Ερέτρια (Ἐρέτρια)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ἐρέτρια
Πηγές
- Ἐρετριεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- M. J. Osborne and S. G. Byrne 1994 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. II: Attica, Oxford: Oxford University Press.
- P. M. Fraser and E. Matthews 2000 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.B: Central Greece: From the Megarid to Thessaly, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.