Ἐρετριάς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐρετριάς αἱ Ἐρετριάδες
      γενική τῆς Ἐρετριάδος τῶν Ἐρετριάδων
      δοτική τῇ Ἐρετριάδ ταῖς Ἐρετριάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἐρετριάδ τὰς Ἐρετριάδᾰς
     κλητική ! Ἐρετριάς Ἐρετριάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐρετριάδε
γεν-δοτ τοῖν  Ἐρετριάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἐρετριάς < αρχαία ελληνική Ἐρέτρ(ια) + -άς

Ουσιαστικό

Ἐρετριάς θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.