ἀγριελαία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγριελαί αἱ ἀγριελαῖαι
      γενική τῆς ἀγριελαίᾱς τῶν ἀγριελαιῶν
      δοτική τῇ ἀγριελαί ταῖς ἀγριελαίαις
    αιτιατική τὴν ἀγριελαίᾱν τὰς ἀγριελαίᾱς
     κλητική ! ἀγριελαί ἀγριελαῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγριελαί
γεν-δοτ τοῖν  ἀγριελαίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀγριελαία < ἀγρι- + ἐλαία

Ουσιαστικό

ἀγριελαία θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.