ἐλαιηρός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐλαιηρός ἐλαιηρᾱ́ τὸ ἐλαιηρόν
      γενική τοῦ ἐλαιηροῦ τῆς ἐλαιηρᾶς τοῦ ἐλαιηροῦ
      δοτική τῷ ἐλαιηρ τῇ ἐλαιηρ τῷ ἐλαιηρ
    αιτιατική τὸν ἐλαιηρόν τὴν ἐλαιηρᾱ́ν τὸ ἐλαιηρόν
     κλητική ! ἐλαιηρέ ἐλαιηρᾱ́ ἐλαιηρόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐλαιηροί αἱ ἐλαιηραί τὰ ἐλαιηρᾰ́
      γενική τῶν ἐλαιηρῶν τῶν ἐλαιηρῶν τῶν ἐλαιηρῶν
      δοτική τοῖς ἐλαιηροῖς ταῖς ἐλαιηραῖς τοῖς ἐλαιηροῖς
    αιτιατική τοὺς ἐλαιηρούς τὰς ἐλαιηρᾱ́ς τὰ ἐλαιηρᾰ́
     κλητική ! ἐλαιηροί ἐλαιηραί ἐλαιηρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλαιηρώ τὼ ἐλαιηρᾱ́ τὼ ἐλαιηρώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐλαιηροῖν τοῖν ἐλαιηραῖν τοῖν ἐλαιηροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐλαιηρός < ἐλαία +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

ἐλαιηρός, ἐλαιηρά, ἐλαιηρόν

  • του λαδιού, ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός

Συγγενικά

  • ἐλαϊκός σαν ελιά
  • ἐλάινος και ἐλαΐνεος από ξύλο ελιάς
  • ἐλαΐς,-ΐδος : το δέντρο της ελιάς (πληθ. ἐλᾷδες)
  • ἐλαιών,-ῶνος : ο ελαιώνας
  • ἔλαιον : το ελαιόλαδο αλλά και η ελαιώδης ουσία
  • ο ἔλαιος : αγριελιά, κότινος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.