ἑλληνισμός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ἑλληνισμός | οι | ἑλληνισμοί |
| γενική | του | ἑλληνισμού | των | ἑλληνισμών |
| αιτιατική | τον | ἑλληνισμό | τους | ἑλληνισμούς |
| κλητική | ἑλληνισμέ | ἑλληνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἑλληνισμός < ελληνιστική κοινή Ἑλληνισμός < αρχαία ελληνική Ἕλλην
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.