Ἑλληνισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
Ἑλληνισμός αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- μίμηση ελληνικών συνηθειών
- (για τη γλώσσα)
- η χρήση ελληνικής γλώσσας, στυλ, λέξεων
- (ειδικότερα) χαρακτηρισμός ελληνικών (ειδικά της κοινής ελληνιστικής) σε αντιδιαστολή με τον αττικισμό
- (θρησκεία)
- χαρακτηρισμός ειδωλολατρικής συνήθειας ή πίστης, παγανισμού, αίρεσης
- (ειδικότερα) σε αντίθεση με το χριστιανισμό ή με τον ιουδαϊσμό
- νενικῆσθαι τὸν Ἑλληνισμὸν ὑπὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ (Ιουστίνος ο Μάρτυρας, ψευδο-Ιουστίνος (2ος αιώνας). Ἀποκρίσεις πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους , M.6.1316A
- μεσαιωνικό → ἑλληνισμός
- νεοελληνικό → ελληνισμός
Αναφορές
- Ἑλληνισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ἑλληνισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.