Ἑλληνισμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ἑλληνισμός < Ἕλλην + -ισμός

Ουσιαστικό

Ἑλληνισμός αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. μίμηση ελληνικών συνηθειών
  2. (για τη γλώσσα)
    1. η χρήση ελληνικής γλώσσας, στυλ, λέξεων
    2. (ειδικότερα) χαρακτηρισμός ελληνικών (ειδικά της κοινής ελληνιστικής) σε αντιδιαστολή με τον αττικισμό
  3. (θρησκεία)
    1. χαρακτηρισμός ειδωλολατρικής συνήθειας ή πίστης, παγανισμού, αίρεσης
    2. (ειδικότερα) σε αντίθεση με το χριστιανισμό ή με τον ιουδαϊσμό
      νενικῆσθαι τὸν Ἑλληνισμὸν ὑπὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ (Ιουστίνος ο Μάρτυρας, ψευδο-Ιουστίνος (2ος αιώνας). Ἀποκρίσεις πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους , M.6.1316A

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.