ἐπιδιόρθωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπιδιόρθωσῐς αἱ ἐπιδιορθώσεις
      γενική τῆς ἐπιδιορθώσεως τῶν ἐπιδιορθώσεων
      δοτική τῇ ἐπιδιορθώσει ταῖς ἐπιδιορθώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπιδιόρθωσῐν τὰς ἐπιδιορθώσεις
     κλητική ! ἐπιδιόρθωσῐ ἐπιδιορθώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιδιορθώσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιδιορθωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐπιδιόρθωσις < ἐπιδιορθόω / ἐπιδιορθῶ + -σις < ἐπι- + αρχαία ελληνική διορθόω / διορθῶ < διά + ὀρθόω / ὀρθῶ < ὀρθός

Ουσιαστικό

ἐπιδιόρθωσις θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) διόρθωση
  2. (ελληνιστική κοινή) τροποποίηση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.