καταμηνύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταμηνύω < αρχαία ελληνική καταμηνύω
Ρήμα
καταμηνύω (παθητική φωνή: καταμηνύομαι)
- (νομικός όρος) προβαίνω σε καταγγελία αξιόποινης πράξης
Συγγενικά
- καταμήνυση
- → δείτε τις λέξεις κατά και μηνύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.