ἐνέπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐνέπω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἐνέπω
- λέω, εκφράζω, διηγούμαι, αναφέρω, αφηγούμαι, περιγράφω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 37 (στίχοι 37-38)
- εἰ δ᾽ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ᾽ ἐνίσπω, | ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκεν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντι.
- Ήλθε ο καιρός ωστόσο τον πολυδάκρυτό μου νόστο να ιστορήσω, | όπως ο Ζευς τον όρισε, όταν ξεκίνησα να φύγω από την Τροία.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- εἰ δ᾽ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ᾽ ἐνίσπω, | ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκεν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 642 (στίχοι 642-643)
- «νημερτές μοι ἔνισπε, πότ᾽ ᾤχετο καὶ τίνες αὐτῷ | κοῦροι ἕποντ᾽;
- «Πες μου αμέσως την αλήθεια· έφυγε πότε; | ποια παλληκάρια τον συνόδεψαν;
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «νημερτές μοι ἔνισπε, πότ᾽ ᾤχετο καὶ τίνες αὐτῷ | κοῦροι ἕποντ᾽;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 317 (στίχοι 316-317)
- «Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν, | ἤλυθον εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις.
- «Γιε του Ατρέα, ευγενικέ Μενέλαε, της χώρας στυλοβάτη, | ήλθα να μάθω αν κάποιαν είδηση ίσως μου πεις για τον πατέρα μου.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν, | ἤλυθον εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 107 (στίχοι 107-108)
- νῦν δ᾽ εἴη ὃς τῆσδέ γ᾽ ἀμείνονα μῆτιν ἐνίσποι, | ἢ νέος ἠὲ παλαιός· ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη.»
- Και τώρ᾽ ας έβγει άλλος κανείς, ή γέροντας ή νέος, | γνώμην να ειπεί καλύτερην και θα μ᾽ ευχαριστήσει».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- νῦν δ᾽ εἴη ὃς τῆσδέ γ᾽ ἀμείνονα μῆτιν ἐνίσποι, | ἢ νέος ἠὲ παλαιός· ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 37 (στίχοι 37-38)
- συζητώ
- προστάζω, παραγγέλλω
- καλώ, ονομάζω
- προσαγορεύω, προσφωνώ
- επιπλήττω, κατακρίνω
- ποιητικός τύπος: ἐννέπω
Σύνθετα
- ἀμφενέπω
- ἀπενέπω
- ἐξενέπω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἐνέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐνέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.