ἐκκλησιαστικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐκκλησιαστικός | ἡ | ἐκκλησιαστική | τὸ | ἐκκλησιαστικόν |
| γενική | τοῦ | ἐκκλησιαστικοῦ | τῆς | ἐκκλησιαστικῆς | τοῦ | ἐκκλησιαστικοῦ |
| δοτική | τῷ | ἐκκλησιαστικῷ | τῇ | ἐκκλησιαστικῇ | τῷ | ἐκκλησιαστικῷ |
| αιτιατική | τὸν | ἐκκλησιαστικόν | τὴν | ἐκκλησιαστικήν | τὸ | ἐκκλησιαστικόν |
| κλητική ὦ! | ἐκκλησιαστικέ | ἐκκλησιαστική | ἐκκλησιαστικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐκκλησιαστικοί | αἱ | ἐκκλησιαστικαί | τὰ | ἐκκλησιαστικᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἐκκλησιαστικῶν | τῶν | ἐκκλησιαστικῶν | τῶν | ἐκκλησιαστικῶν |
| δοτική | τοῖς | ἐκκλησιαστικοῖς | ταῖς | ἐκκλησιαστικαῖς | τοῖς | ἐκκλησιαστικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ἐκκλησιαστικούς | τὰς | ἐκκλησιαστικᾱ́ς | τὰ | ἐκκλησιαστικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἐκκλησιαστικοί | ἐκκλησιαστικαί | ἐκκλησιαστικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκκλησιαστικώ | τὼ | ἐκκλησιαστικᾱ́ | τὼ | ἐκκλησιαστικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐκκλησιαστικοῖν | τοῖν | ἐκκλησιαστικαῖν | τοῖν | ἐκκλησιαστικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐκκλησιαστικός < αρχαία ελληνική ἐκκλησία < καλέω / καλῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- / *kl̥h₁- (καλώ, φωνάζω)
Επίθετο
ἐκκλησιαστικός
- (ελληνιστική κοινή) που έχει σχέση με την ἐκκλησία, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ελληνιστική κοινή) (μεσαιωνική ελληνική) εκκλησιαστικός
Πηγές
- ἐκκλησιαστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκκλησιαστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.