Ἀκταία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀκταί
      γενική τῆς Ἀκταίᾱς
      δοτική τῇ Ἀκταί
    αιτιατική τὴν Ἀκταίᾱν
     κλητική ! Ἀκταί
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀκταία < θηλυκό του ἀκταῖος < ἀκτή

Κύριο όνομα

Ἀκταία θηλυκό
  1. γυναικείο όνομα
  2. αρχαιότερη ονομασία της Αττικής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.