Ἀκταία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀκταίᾱ | ||
| γενική | τῆς | Ἀκταίᾱς | ||
| δοτική | τῇ | Ἀκταίᾳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Ἀκταίᾱν | ||
| κλητική ὦ! | Ἀκταίᾱ | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.