ἀττικουργής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀττικουργής < Ἀττική + ἔργον

Επίθετο

ἀττικουργής,ής, ές

  1. έργα με το ύφος της Αττικής, λεπτά, διακριτικά, κομψά, τέλεια
  2. χαρακτηρισμός κίονες που καθιερώθηκαν στην Ιωνία αλλά πρωτοκατασκευάστηκαν στην Αττική

Συγγενικά

  • το ἀττικούργημα συνώνυμο σχεδόν με το αριστούργημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.