ἀττικουργής
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ἀττικουργής,ής, ές
- έργα με το ύφος της Αττικής, λεπτά, διακριτικά, κομψά, τέλεια
- χαρακτηρισμός κίονες που καθιερώθηκαν στην Ιωνία αλλά πρωτοκατασκευάστηκαν στην Αττική
Συγγενικά
- το ἀττικούργημα συνώνυμο σχεδόν με το αριστούργημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.