Ἀθῆναι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | αἱ | Ἀθῆναι |
| γενική | τῶν | Ἀθηνῶν |
| δοτική | ταῖς | Ἀθήναις |
| αιτιατική | τὰς | Ἀθήνᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἀθῆναι | |
| 1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ετυμολογία
- Ἀθῆναι, πληθυντικός του ομηρικού Ἀθήνη
- δωρικός τύπος : Ἀθᾶναι
Εκφράσεις
Συγγενικά
- → δείτε και Ἀθῆναι Διάδες
Πηγές
- Ἀθῆναι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀθῆναι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.